- ὑποτοπήσαντες
- ὑποτοπέωsuspectaor part act masc nom/voc plὑποτοπέωsuspectaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποτοπώ — έω, Α υποψιάζομαι («ὑποτοπήσαντες τὴν ἔχθραν αὐτῶν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τοπῶ (< τόπος)] … Dictionary of Greek